το Hotel Aigeon

Τράπεζα Κύπρου Αθηνάς 13-15 και ΚακουργιοδικείουΤο διατηρητέο κτίριο της οδού Αθηνάς 13 (δίπλα από το παλιό μου μαγαζί για όσους γνωρίζουν) είχε κτιστεί το 1860… ως ξενοδοχείο ξεκίνησε.
Ύστερα από αρκετές δεκαετίες ξενοδοχειακής δόξας, άλλαξαν οι καιροί και θέλαν την οδό Αθηνάς περισσότερο εμπορική και τα ξενοδοχεία της οδού υποβαθμίστηκαν σε πορνεία.

Έτσι το βρήκα εγώ και έτσι το άφησα όταν μετά από 14 χρόνια χρειάστηκε να κλείσω την επιχείρηση το 2002.

Αργότερα, κάπου μετά το 2004, από πορνείο κατηγορίας Β το αναβάθμισαν σε  πορνείο κατηγορίας Α. Πέσαν λεφτά, ήρθαν συνεργεία, το ξεκοίλιασαν και το ξεπέτσωσαν και σαν πλουσία γριά μετά από ολική επέμβαση πλαστικής χειρουργικής ξαναεμφανήστικε λαμπερό και όμορφο, σαν όπως θα ‘ταν κάποτε που όλοι το έλεγαν ξενοδοχείο.

Του άλλαξαν και όνομα για να μη καταλάβουν οι νέοι πελάτες του το σκοτεινό του παρελθόν και από “Hotel Aigeon” το είπαν “ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ”.
Όμως αυτό δεν το ένοιαζε καθόλου, γιατί τώρα πια ήταν και πάλι όμορφο και οι περαστικοί το θαύμαζαν με τα καινούρια του χρώματα και τους φρέσκους του σοβάδες· και μπαίναν μέσα του από την μπροστινή πόρτα, όχι από την πίσω (στην οδό Θέμιδος)· και είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα τον ζήσει και αυτόν τον αιώνα· εδώ τα κατάφερε στον προηγούμενο, τι Γερμανούς θα αντίκρισαν τα παράθυρά του, τι εμφύλιους, και γλύτωσε.

Το διατηρητέο της οδού Αθηνάς 13 στις φλόγεςΌμως, φαίνεται, οι εποχές που έρχονται είναι πιο σκληρές και εχθές, με τις φωτιές, το έκαψαν κι αυτό.

Και ίσως αυτά τώρα να τα έγραφα για το ΑΤΤΙΚΟΝ, που η καταστροφή της υπέροχης πολυτέλειάς του με θλίβει γιατί τα αγαπάω τα παλιά κτίρια, αλλά αυτό το ξενοδοχείο ήταν για εμένα κάτι παραπάνω… μεγάλωσα δίπλα του τοίχο τοίχο.

Κάθε που έβγαινα στη πίσω πόρτα ήταν τα κορίτσια του εκεί, μόνιμα, και περίμεναν ώρες· και μερικές που με συμπάθαγαν, αμα με έβλεπαν, με τρακάριζαν τσιγάρο, δήθεν, για να μου πιάσουν τη κουβέντα. Κοριτσάκια ταλαιπωρημένα, πολυφιλημένα με βασανισμένες ψυχές, που τώρα, γερασμένα πια, ξέπεσαν σε αυτό το γέρικο ξενοδοχείο… και περιμέναν.

Αμα ανέβαινες τους ορόφους της πολυκατοικίας με τις σκάλες, έβλεπες από τον φωταγωγό στα ενδότερα γιατί συνόρευε με το αίθριό του.
Από εκεί είχε δει η Βίκυ ένα ζευγάρι πατούσες σαν απομεινάρι αρχαίου αγάλματος, καμωμένες από ασβέστη και αφημένες στο κατόφλι του και τσακίστηκε κάτω με γουρλωμένα μάτια να με ξορκίζει να βρω τρόπο να τις πάρουμε. Πήγα και τις ζήτησα από τον τύπο, “αφεντικό”? δε ξέρω πως να τον πω, αμα ήταν γυναίκα θα την έλεγα “τσα τσα”… τέλος πάντων, πήγα και τις ζήτησα με το θάρρος που είχα από κάποια τυπική καλημέρα που διατηρούσαμε και για καλή της τύχη μου τις έδωσε! Θα τις πέταγε… τις είχε αφήσει, είπε, κάποιος Άγγλος ζωγράφος που σπιτώνανε εκειπέρα και που μάλλον τους τη κοπάνησε γιατί δεν είχε χρήματα να τους πληρώσει.

Ουφ, αυτά, πολλά έγραψα· μπορώ κι άλλα, άλλωστε τόσα χρόνια πέρασα δίπλα του αλλά δε χρειάζεται, τα υπόλοιπα θα τα πάρω μαζί μου.
Όμως κάποια ήθελα να τα γράψω γιατί τα παλιά κτίρια έχουν κάτι, δε ξέρω τι ακριβώς, αλλά έχουν κάτι, σα να ξέρουν πολλά. Κρυφά μέσα μου, μερικές φορές, έχω την πεποίθηση ότι ο αέρας τους, οι τοίχοι τους, με κάποιο τρόπο συγκρατούν το χρόνο πάνω τους, τον αφομοιώνουν και που με μια ειδική μηχανή που ίσως ανακαλυφθεί κάποτε θα μπορείς να τον ξεστραγκίξεις από τη λάσπη και την πέτρα του και να δείς, σαν σε σινεμά, τις μνήμες του, να ξαναζωντανεύουν μεσ’ τον αέρα των δωματίων.

Έτσι νοιώθω για τα παλιά κτίρια και για αυτό έχω λόγο παραπάνω· και έτσι που το δείχνανε στα κανάλια να καίγεται με έπιασε το παράπονο γιατί μου μοιαζε να έχει ψυχή κι αυτό, όπως κι εμείς και γιατί κάπου εκεί ανάμεσα, ανακατεμένα με τις λάσπες και τις πέτρες του, με κάποιο τρόπο είμαι κι εγώ.

Νέα Ερυθραία, 13/2/2012