Καζαντζάκης, Μουσολίνι

Από την Ασίζη στη Ρώμη – τη θυγατέρα της Λύκαινας

Περίμενα ανυπόμονα στο Παλάτι Κίτζι να δω τον δυνατόν αυτόν άνθρωπο. Σε λίγο θα με δέχουνταν. Άντρες ωχροί περίμεναν στον αντιθάλαμο· γυναίκες βάφουνταν, να παρουσιαστούν στον ισχυρόν άντρα. Δυό νέοι λιγνοί, αψηλοί, με μαύρα πουκάμισα, στάθηκαν στη θύρα ορθοί, αδιάφοροι, άγριοι κι ήσυχοι· κι ένιωσα το σύμβολο που τόσο συχνά έχουν οι θυρεοί: δυό λιοντάρια που στέκονται ορθά και φυλάγουν.

Πρόβαλε ένας στυγνός φασίστας και μου έγνεψε· ο Μουσολίνι με περίμενε. Άνοιξε η μεγάλη θύρα σιωπηλά κι έκλεισε. Βρέθηκα σε μια τεράστια αίθουσα· το φως ήταν αμυδρό, στάθηκα. Δεν ήξερα αν βρίσκουνταν κανένας μέσα. Δεν ξέκρινα καθαρά παρά μια μονάχα πελώρια υδρόγεια σφαίρα, που έλαμπε σε μια γωνία, σα γιγάντιο κρανίο.

Άξαφνα στο βάθος δεξιά, πίσου από ένα χαμηλό γραφείο, διέκρινα έναν άνθρωπο να ελλοχεύει και να με κοιτάζει. Προχώρησα.

Τον έβλεπα τώρα καθαρά: μακρόμεσος και κοντοπόδαρος, κεφάλι υπερτροφικό, με απότομα επίπεδα, όλο πηγούνι και μέτωπο, όλο γωνίες σαν πελεκημένο σε σκληρότατο ξύλο. Μασέλα αρχέγονα μεγάλη, μάτι κρύο κι εξημμένο. Η έκφραση του προσώπου συμμαζεμένη κι εχθρική. Γεννιούνται μέσα σου ευτύς δυό βεβαιότητες: Ο άνθρωπος αυτός έχει μια πίστη· ο άνθρωπος αυτός δε φοβάται!

Αντιγράφω με πιστή ακρίβεια τη στιχομυθία. Πριν ακόμα ζυγώσω κοντά του, η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη, περιφρονητική, ξηρότατη:
– Τι θέτε;
Δεν άκουσα καλά.
– Τι είπατε;
Η φωνή του γίνηκε πιο ανυπόμονη κι εχθρική.
– Τι θέτε;
Μια στιγμή σώπασα φρίσσοντας, Άστραψε μέσα μου η ιδέα να φύγω, χωρίς λέξη. Μα ευτύς γαλήνεψα, ένιωσα πως αυτός ο άνθρωπος είχε το δικαίωμα να φέρνεται έτσι, οι ευγένειες είναι αρετές κατώτερες, απροσάρμοστες σε τέτοιες τραχές, σαρκοβόρες ψυχές. Αυτός ο άνθρωπος άνοιξε ένα δρόμο, κρατά ένα έθνος στα χέρια του· έχει δικαίωμα να φέρεται όπως θέλει. Ήσυχα τότε αποκρίθηκα:
– Θέλω να σας δω· τίποτα άλλο!
Το πρόσωπό του τότε φωτίστηκε. Γαλήνεψαν λίγο, γλύκαναν τα χρακτηριστικά του· είπε με λίγο θερμότερη φωνή:
– Α! Αυτό ναι! Μα όχι ομιλίες, είμαι φοβερά απασχολημένος, δεν έχω μήτε δευτερόλεπτο να χάνω. Γράψετέ μου τι ερώτησες θέτε να κάμετε· αν είναι καλές, θ’ απαντήσω· αν όχι, – όχι.!
– Δε θέλω τίποτα να ρωτήσω. Σας ευχαριστώ μονάχα που θελήσατε να σας δω· κι αν θέτε, αποσύρουμαι.
Ο Μουσολίνι σώπασε μια στιγμή. Δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει. Άξαφνα ρώτησε:
– Που μάθατε τα ιταλικά;
– Στην Ιταλία. Έζησα πολλά χρόνια στην Ιταλία. Στην αρχή, ακολουθώντας μαθήματα Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, ύστερα, σε άλλα ταξίδια, γιατί αγαπούσα την τέχνη.
– Πριν του πολέμου;
– Πριν και μετά. Έχω όμως χρόνια να ‘ρθω στην Ρώμη, και τώρα την βλέπω σα για πρώτη φορά. Δοκιμάζω τώρα ένα συναίστημα περίεργο, μα όχι απροσδόκητο: εδώ στη Ρώμη αναπνέω τον ίδιο αέρα που ανάπνεα με τόση απληστία στη Μόσχα.
Μόλις άκουσε τη λέξη Μόσχα ο Μουσολίνι ανατινάχτηκε. Το πρόσωπό του έλαμψε. Ποτέ δεν περίμενα τόση ανυπομονησία και θερμότητα. Άπλωσε το χέρι του σα νά ’θελε να με πιάσει απο τον ώμο, να μη φύγω, κι είπε με άλλο τόνο, καθόλου πια κουρασμένο κι εχθρικό:
– Έρχεστε απο τη Ρουσία;
– Ναι, πήγα κι έμεινα τέσσερις μήνες, να μελετήσω τον Μπολσεβισμό.
– Ε, τότε εγώ είμαι που θα σας πάρω συνέντευξη· εγώ θα σας ρωτάω κι εσείς θ’ απαντάτε.
– Πολύ καλά.
– Τι κάνουν αυτοί οι Ρούσοι;
Ποτέ δεν θα ξεχάσω πως τόνισε τις λέξεις: «questi Russi !».
Η φράση αυτή ήταν γιομάτη περιέργεια, θερμότητα, ανησυχία. Σαν άνθρωπος που ρωτάει για το σπίτι του, που έχει μαλώσει μαζί του.
– Εργάζουνται. Υπεράνθρωπη προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα κόσμο νέο. Βρήκα εδώ στη Ρώμη, μεγάλες ομοιότητες μεταξύ Μπολσεβισμού και Φασισμού.
Στράφηκε απότομα και με κοίταξε, σα να ’θελε να με τρυπήσει με το σκληρό, παράφορο μάτι του:
– Τι θέλετε να πείτε;
– Τούτο: Βρήκα κι εδώ και στη Μόσχα την ίδια αυστηρή, σκληρή υποιταγή του ατόμου στο σύνολο.
– Καλά!
– Την ίδια πειθαρχία. Το ίδιο μίσος για τις μικρές ελευτερίες, και την ίδια προσπάθεια να φτάσουν τη μεγάλη ελευτερία. Βρήκα ακόμα τον ίδιο φλεγόμενο ενθουσιασμό της νεότητας. Μονάχα στη Μόσχα και στη Ρώμη υπάρχουν αληθινοί νέοι.
– Τι εννοείτε «αληθινοί νέοι»;
– Ότι είναι έτοιμοι να θυσιαστούνγια μιαν ιδέα. Μα ένα προπάντων είναι το ίδιο και στις δυό τούτες πρωτεύουσες του κόσμου: κάτι απροσδιόριστο, αστάθμιστο, που το αναπνέεις στον αέρα· μια πίστη και μια προπαρασκευή.
Δίστασα λίγο, μα ευτύς είπα από μέσα μου: Θα πω τη γνώμη μου, κι ό,τι θέλει ας γίνει! Και πρόστεσα:
– Μια προπαρασκευή επικίντυνη!

Οι Ρούσοι δε βρήκαν ακόμα μια πίστη βαθύτερη απο τις οικονομικές θεωρίες. Προπαγανδίζουν υπερβολικά το ματεριαλισμό. …
Κατα τον Καζαντζάκη ο Μπολσεβισμός και ο Φασισμός είχαν μεγάλες ομοιότητες. Και οι δύο εχτελούν το ανώτατο χρέος. Κι οι δυο, χωρίς να το θέλουν, χωρίς να το ξέρουν, είναι πιστοί συνεργάτες. Τρεις είναι σήμερα, θαρρώ, οι ανώτατοι τύποι που έχουν το δικαίωμα να πλάσουν, κατ’ εικόνα τους και ομοίωση τους ανθρώπους: ο Λένιν, ο Γκάντι κι ο Μουσολίνι…
(Ν. Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας. Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς, Β΄έκδοση, Αθήνα 1965, σελ. 22-25).
Παρακάτω σχολιάζει: “Θα πείτε: «Μα εμείς δε θέμε νά ’μαστε μήτε μπολσεβίκοι μήτε φασίστες. Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;» Χάθηκε. Στις κρίσιμες ιστορικές εποχές, ο ίσιος δρόμος χάνεται. Ακριβώς γι’ αυτό είναι κρίσιμες” (στο ίδιο, σελ. 28).
Aναρωτιέται “Τι θα συμβεί όταν λείψει ο Μουσολίνι; Να το εναγώνιο ερώτημα που θέτουν με τρόμο εχθροί και φίλοι”. Και προφητεύει: “το χάος που θα επιφέρει ένας μεγάλος κλονισμός του Φασισμού: ο θάνατος του Μουσολίνι, ένας άτυχος πόλεμος, η ματαίωση των παραφουσκωμένων σημερινών ελπίδων” (στο ίδιο, σελ. 29).