Κρήτη, η μεγάλη σφαγή των Χανίων, 11 Μαΐου 1896

Frédéric Théodore Lix, περ. 1896, Κρήτη, η μεγάλη σφαγή των Χανίων στις 11 Μαΐου 1896.

Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Σφαγή

Καλώς τη τη συφορά, αν έρχεσαι μονάχη σου, λέμε στην Κρήτη, γιατί αλήθεια σπάνια έρχεται μοναχή της. Τήν άλλη μέρα ο ουρανός ήταν κατακάθαρος, έκαμε χτες το κέφι του, ξέκαμε τους ανθρώπους και σήμερα γελούσε. Οι νοικοκυραίοι έφερναν γύρα στ’ αμπέλια τους, όλη η σταφίδα χαμένη, φούχτες φούχτες βρίσκουνταν ακόμα χωμένη στη λάσπη… Σταύρωμα του μεσημεριού, ο πατέρας είχε γυρίσει βιαστικά από το Κάστρο – ένας φίλος του είχε καταφτάσει πρωί πρωί, κάτι του σφύριξε στο αυτί, κι έφυγε. Είχε μαθευτεί πως κάποιο μεγάλο αγά σκότωσαν οι χριστιανοί σ’ ένα χωριό, οι Τούρκοι αγρίεψαν, αρματώθηκαν οι χριστιανοί, θα ‘χαμε πάλι σηκωμό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν στο Μεγάλο Κάστρο, πίσω από τα βενετσιάνικα τείχη, ν’ ασφαλιστούν.

Κάναμε βόλτες με την αδερφή μου στο αμπέλι και μαζεύαμε τις στερνές ρώγες πού κρέμουνταν ακόμα στα κλήματα• άξαφνα βουή ακούστηκε στο δρόμο, φωνές και γκαρίσματα, τσούρμο περνούσε με τα γαϊδουράκια φορτωμένα, σκάφες, τεντζερέδες και χανούμισσες. Άντρες έτρεχαν πίσω, άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι με ξεπατωμένα στιβάνια, με σαρίκια στο κεφάλι, δε μιλούσαν, μούγκριζαν κι έτρεχαν κατά το Κάστρο. Τσαλαβουτούσαν στις λάσπες, η κάψα είχε κορώσει, χοχλάκιζε ο αγέρας.

– Οι Τούρκοι, τά σκυλιά! γόγγυξε η μητέρα, μας άρπαξε παραμάσκαλα και μας έμπασε στο σπίτι.

Αγκάλιασα τά γόνατά της.

– Γιατί τρέχουν, μητέρα; ρώτησα•  τι θένε; Γιατί τρέμεις;

Χάδεψε τα μαλλιά μου.

– Θεέ μου, και τι μέλλεται να δουν τα μάτια σου, παιδί μου! Βαρύ πράμα νά γεννηθείς Κρητικός.

Ακρανοίξαμε το παραθύρι, κοιτάζαμε• το μπουλούκι αλάργαρε, χάθηκε πίσω από τις ελιές, ο δρόμος σώπασε.

– Πάμε, είπε ο πατέρας, γρήγορα, πριν βασιλέψει ο ήλιος.

Μας άδραξε από το χέρι η μητέρα, πήρε ο πατέρας κάτω από το προσκεφάλι του το περίστροφό του, το κοίταξε, ήταν γεμάτο, το ‘χωσε στην τσέπη του και μας ακλούθησε.

Βασίλευε ο ήλιος όταν δρασκελίζαμε την καστρόπορτα• τα σοκάκια σαν να ‘χαν κιόλας σκοτεινιάσει, έτρεχαν οι ανθρώποι βιαστικοί, καταχτυπούσαν οι πόρτες, πρόβαιναν οι μάνες και φώναζαν τα παιδιά τους ν’ αναμαζωχτούν• η γειτόνισσά μας η Φατμέ χανούμ μας είδε και δε μας καλησπέρισε.

Κάθισε ο πατέρας στη θέση του στον καναπέ, στη γωνιά, κοντά στο παράθυρο της αυλής• η μάνα στέκουνταν μπροστά του και περίμενε• ήξερε, θα δώσει διαταγές. Πήρε την ταμπακέρα του, έστριψε ένα τσιγάρο, σιγά, χωρίς να βιάζεται, και χωρίς να σηκώσει τα μάτια:

– Δε θά ξεπορτίσετε πια, είπε.

Στράφηκε σε μένα, μάζεψε τα φρύδια:

– Φοβάσαι;

– Όχι, αποκρίθηκα.

– Κι αν σπάσουν οι Τούρκοι την πόρτα και μπούνε μέσα και σε σφάξουν;

Ανατρίχιασα• ένιωσα τη λεπίδα του μαχαιριού στό λαιμό μου• έκαμα να φωνάξω: Φοβούμαι! Φοβούμαι! μα το μάτι του κυρού ήταν καρφωμένο απάνω μου. Ντράπηκα• τό στήθος μου άξαφνα φούσκωσε:

– Κι αν με σφάξουν, αποκρίθηκα, δε φοβούμαι!

Είχα νιώσει την καρδιά μου ν’ αντρειεύεται.

– Καλά, είπε ο κύρης κι άναψε το τσιγάρο.

Το καλοκαίρι, που είχα πάει στο χωριό να δω τον παππού μου που πέθαινε, κοιμήθηκα μ’ έναν μπάρμπα μου σ’ ένα μποστάνι• άξαφνα, εκεί που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, άκουσα γύρα μου κρρ! κρρ! κρρ! παράξενα πράματα να τρίζουν. Ζύγωσα τον μπάρμπα μου τρομαγμένος. «Τί ‘ναι αυτά που τρίζουν; ρώτησα• φοβούμαι…» Κι αυτός μου γύρισε τη ράχη, νευριασμένος που του ‘κοψα τον ύπνο. «Κοιμήσου, Καστρινέ, είπε, κοιμήσου• πρώτη φορά τ’ ακούς; είναι τα καρπούζια που μεγαλώνουν.» “Ομοια τη μέρα εκείνη, έτσι που με κοίταζε ο κύρης, ένιωσα την καρδιά μου να μεγαλώνει και να τρίζει.

Το Μεγάλο Κάστρο είχε τέσσερις καστρόπορτες• κάθε ηλιοβασίλεμα οι Τούρκοι τις κλείδωναν και κανένας δεν μπορούσε πια, όλη τη νύχτα, μήτε να μπεί μήτε να βγει• οι λιγοστοί χριστιανοί που ήταν μέσα έπεφταν έτσι στη φάκα• σαν έβγαινε πάλι ο ήλιος, άνοιγαν. Μπορούσαν λοιπόν οι Τούρκοι τη νύχτα, όσο ήταν διπλοκλειδωμένες οι καστρόπορτες, να κάμουν σφαγή• γιατί μέσα στην πολιτεία οι Τούρκοι ήταν πιο πολλοί, κι είχαν και το τούρκικο ασκέρι.

Τότε, ύστερα από λίγες μέρες, ήταν που έζησα την πρώτη σφαγή. Τότε ήταν που ο παιδικός μου νούς πίσω από την όμορφη μάσκα — πίσω από την πράσινη γης, το καρπισμένο αμπέλι, πίσω από τη θάλασσα κι από το σταρένιο ψωμί, κι από το χαμόγελο της μάνας — είδε, για πρώτη φορά, το αληθινό πρόσωπο της ζωής — το κρανίο.

Τότε, για πρώτη φορά, κρυφά μέσα στο σπλάχνο μου, έπεσε ο σπόρος, που έμελλε, πολύ αργότερα, ν’ ανθίσει και να δέσει καρπό το αθόλωτο, μερόνυχτα ανοιχτό, χωρίς φόβο και χωρίς ελπίδα, τρίτο μέσα μου μάτι.

Καθόμασταν διπλομανταλωμένοι μέσα στο σπίτι, ο ένας κολλημένος με τον άλλο, η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ, γρικούσαμε να περνούν απόξω από την πόρτα μας ξεφρενιασμένοι οι Τούρκοι, να βλαστημούν, να φοβερίζουν, να σπάζουν τις πόρτες και να σφάζουν τους χριστιανούς. Ακούγαμε τις φωνές και το ρόχο των λαβωμένων, τα σκυλιά που γάβγιζαν και μιά βουή στον αέρα, σαν να γίνουνταν σεισμός. Ο κύρης, πίσω από την πόρτα, με γεμάτο το τουφέκι, περίμενε• κρατούσε, θυμούμαι, μια μακρουλή πέτρα, ακόνι το ‘λεγε, κι ακόνιζε ένα μακρύ μαυρομάνικο μαχαίρι. Περιμέναμε. Μας είχε πει: «Άν σπάσουν την πόρτα οι Τούρκοι και μπούνε μέσα, θα σας σφάξω πρώτα, να μην πέσετε στα χέρια τους». Κι ήμασταν σύφωνοι όλοι, η μάνα μου, η αδερφή μου κι έγώ, και περιμέναμε.

Τις ώρες εκείνες, θαρρώ, αν γίνουνταν ορατά τ’ αόρατα, θα ‘βλεπα την ψυχή μου να μεστώνει. Απότομα, από παιδί, σε λίγες ώρες, ένιωσα γίνονμουν άντρας.

Έτσι πέρασε η νύχτα• ξημέρωσε, έπεσε η βουή, ο θάνατος αλάργαρε. Ανοίξαμε με προσοχή την πόρτα, προβάλαμε έξω το κεφάλι• μερικές γειτόνισσες είχαν κρυφανοίξει δειλά το παράθυρο κι ερευνούσαν το δρόμο. Ο Τούρκος κουλονρτζής, ο σπανός, με την ψιλή φωνούλα, περνούσε τη στιγμή εκείνη, με μια μεγάλη λαμαρίνα στο κεφάλι, και διαλαλούσε τραγουδιστά τα κουλούρια του με κανέλα και σουσάμι. Τι ευτυχία ήταν ετούτη, πώς όλα ξαναγεννήθηκαν, πρώτη φορά βλέπαμε ουρανό και σύννεφα και λαμαρίνα φορτωμένη μυρωδάτα κουλούρια… Μου πήρε η μάνα μου ένα και το μασούλιζα με άφραστη ηδονή.

– Μάνα, ρώτησα, έφυγε η σφαγή;

Η μάνα τρόμαξε.

– Σώπα, μου αποκρίθηκε, σώπα, παιδί μου, μη μελετάς τ’ όνομά της! Μπορεί να σε ακούσει να ξαναγυρίσει.

Έγραψα τη λέξη «σφαγή» και σηκώθηκε η τρίχα μου• γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήμουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράμματα της αλφαβήτας, κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή μεγάλη και πόδια που κλοτσούσαν τις πόρτες και πρόσωπα φριχτά που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι• κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες, γονατιστοί, γέμιζαν το τουφέκι. Και μερικές άλλες λέξες, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ και δάκρυο, κι απάνω τους είναι σταυρωμένος αλάκερος λαός• οι λέξες: ελευτερία, Άι-Μηνάς, Χριστός, επανάσταση…

Βαριά κι άχαρη η μοίρα του ανθρώπου που γράφει• γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξες, να μετατρέπει δηλαδή τη μέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτικιά δύναμη• για να βρεις τι θέλει να πει πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει.

Ένας ραβίνος, όταν πήγαινε στη συναγωγή να προσευκηΘεί, έκανε πρωτύτερα τη διαθήκη του, αποχαιρετούσε με κλάματα τη γυναίκα και τα παιδιά του, γιατί δεν ήξερε αν θα ‘βγαινε ζωντανός από την προσευκή. Γιατι, έλεγε, όταν προφέρω μια λέξη, ας πούμε: Κύριε… η λέξη αυτή κάνει κομμάτια την καρδιά μου, με κυριεύει τρόμος και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να πηδήξω στην ακόλουθη λέξη: …ελέησον.

Να μπορούσε κανείς έτσι να διαβάζει ένα τραγούδι ή τη λέξη «σφαγή» ή το γράμμα της γυναίκας που αγαπάει ή την Αναφορά τούτη ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε και πολύ λίγα πράματα κατάφερε στη ζωή του!

Την άλλη μέρα πρωί πρωί με πήρε ο κύρης από το χέρι.

– Πάμε, είπε.

Η μάνα τρόμαξε.

– Που το πας το παιδί; Κανένας χριστιανός δε βγήκε ακόμα από το σπίτι του.

– Πάμε, ξανάπε ο κύρης, άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε έξω.

– Πού πάμε; ρώτησα, και το χέρι μου έτρεμε μέσα στη χοντρή του φούχτα.

Κοίταξα γύρα μου, ερημιά• στη γωνιά δυό τουρκαλάδες πλένουνταν στή βρύση καί το νερό κοκκίνιζε.

– Φοβάσαι;

– Ναι.

– Δεν πειράζει• θα συνηθίσεις.

Στρίψαμε τη γωνιά, πήραμε κατά την πόρτα του λιμανιού. Ένα σπίτι κάπνιζε ακόμα, κάμποσες πόρτες ήταν γκρεμισμένες, αίματα ακόμα στό κατώφλι. Φτάσαμε στην πλατεία που βρίσκουνταν το σιντριβάνι με τα λιοντάρια. Πλάι ο μεγάλος γεροπλάτανος. Ο κύρης στάθηκε, άπλωσε το χέρι.

– Κοίτα! μου ‘κανε.

Σήκωσα τα μάτια κατά τον πλάτανο, έσυρα φωνή: τρεις κρεμασμένοι καμπάνιζαν, ο ένας πλάι στον άλλο, ξυπόλυτοι, με μιά πουκαμίσα μονάχα, κι η γλώσσα τους ήταν πεταμένη έξω, καταπράσινη. Γύρισα πέρα το κεφάλι, δεν μπορούσα να βαστάξω, κι αγκάλιασα το γόνατο του κύρη. Μα αυτός μου φούχτωσε το κεφάλι, το γύρισε κατά τον πλάτανο.

– Κοίτα! με πρόσταξε πάλι.

Τα μάτια μου γέμισαν κρεμασμένους.

– Όσο νά ζείς, μου ‘πε ο κύρης, το άκούς; όσο να ζείς ποτέ να μη φύγουν από τα μάτια σου οι κρεμασμένοι ετούτοι.

– Ποιός τους σκότωσε;

– Η λευτεριά, ας είναι καλά!

Δεν κατάλαβα• κοίταζα, κοίταζα με γουρλωμένα μάτια τα τρία κορμιά που κουνιούνταν αργά μέσα στα κιτρινισμένα πλατανόφυλλα.

Σβάρνισε ο κύρης γύρα τη ματιά του, στύλωσε το αυτί του• οι δρόμοι έρημοι. Στράφηκε σε μένα.

– Μπορείς να τους αγγίξεις; μου κάνει.

– Δεν μπορώ! αποκρίθηκα με τρόμο.

– Μπορείς, μπορείς• έλα!

Ζυγώσαμε• ο κύρης γρήγορα γρήγορα έκαμε το σταυρό του:

– Άγγιξε τα πόδια τους! με πρόσταξε.

Μου πήρε το χέρι, ένιωσα στ’ ακροδάχτυλά μου το κρύο ταγαριασμένο πετσί, η δροσούλα της νύχτας κάθουνταν ακόμα απάνω τους.

– Προσκύνα! πρόσταξε τώρα ο κύρης, κι ως με είδε να τινάζουμαι, να θέλω να φύγω, με άρπαξε από τις αμασκάλες, με ανασήκωσε, έγειρε το κεφάλι μου και κόλλησε με βιάς το στόμα μου απάνω στα ξυλιασμένα πόδια.

Με απόθεσε χάμω, τα γόνατά μου λύγιζαν• ο πατέρας έσκυψε, με κοίταξε:

– Για να συνηθίσεις, είπε.

Με πήρε πάλι από το χέρι και γυρίσαμε σπίτι. Ανήσυχη η μάνα στέκουνταν πίσω από την πόρτα και περίμενε.

– Που πήγατε, για όνομα του Θεού! έκαμε και με άρπαξε με λαχτάρα και με φιλούσε.

– Πήγαμε να προσκυνήσουμε, αποκρίθηκε ο κύρης και με κοίταξε μ’ εμπιστοσύνη.

Τρείς μέρες ο καστρόπορτες έμειναν σφαληχτές• την τέταρτη μέρα άνοιξαν• μα οι Τούρκοι τριγύριζαν στους δρόμους, γέμιζαν τους καφενέδες, μαζεύουνταν στα τζαμιά, κι ο χόχλος μέσα τους δεν είχε ακόμα καταλαγιάσει• τα μάτια τους ακόμα ήταν γεμάτα φόνο• μιά σπίθα να τινάζουνταν, κι η Κρήτη θα ‘παιρνε φωτιά. Οι χριστιανοί, όσοι είχαν παιδιά, έμπαιναν σε βαπόρια, σε καΐκια, και τραβούσαν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Όσοι δεν είχαν παιδιά, έβγαιναν από το Κάστρο κι έπιαναν το βουνό.

Κατεβήκαμε κι εμείς στο λιμάνι, να φύγουμε• ο κύρης μου μπροστά, στη μέση η μητέρα μου κι η αδερφή, και στην ουρά εγώ.

– Πρέπει να προστατέψουμε τις γυναίκες εμείς οι άντρες, μου ‘πε ο πατέρας μου και δεν ήμουν οχτώ χρονών, εγώ θα πηγαίνω μπροστά κι εσύ πίσω• έχε το νου σου.

Περάσαμε από καμένες γειτονιές, δεν είχαν ακόμα σηκώσει όλους τους σφαμένους, είχαν αρχίσει κιόλα τα κουφάρια να μυρίζουν. Έσκυψε ο πατέρας μου, πήρε από ένα κατώφλι μιά πέτρα πιτσιλισμένη μ’ αίματα:

– Φύλαξέ τη, μου ‘πε.

Είχα πια αρχίσει να καταλαβαίνω τ’ άγρια ετούτα φερσίματα του κυρού μου· δεν εφάρμοζε αυτός τη Νέα Παιδαγωγική, ακολουθούσε την παμπάλαιη, την ανήλεη, και που μονάχα αυτή μπορεί να σώσει το Γένος. Όμοια γυμνάζει ο λύκος το διαλεχτό του λυκόπουλο, το μονιά, και το μαθαίνει να κυνηγάει και να σκοτώνει, και να ξεφεύγει με δόλο ή με παλικαριά τις παγίδες. Στήν άγρια αυτή παιδαγωγική του κυρού μου χρωστώ την αντοχή και το πείσμα, που πάντα μου παραστάθηκαν στις δύσκολες στιγμές. Στην αγριάδα αυτή χρωστώ κι όλους τους απροσκύνητους στοχασμούς που τώρα, στα τέλη της ζωής μου, με κυβερνούν και δεν καταδέχουνται μήτε από το Θεό μήτε από το Διάβολο παρηγοριά.

– Πάμε απάνω στην κάμαρά σου να πάρουμε απόφαση, μου ‘πε ο πατέρας μου πριν φύγουμε από το σπίτι.

Στάθηκε στη μέση της κάμαρας, μου ‘δειξε ένα μεγάλο χάρτη της Ελλάδας που κρέμουνταν στον τοίχο.

– Δε θέλω στον Πειραιά μήτε στήν Αθήνα• εκεί θα μαζωχτούν όλοι• θ’ αρχίσουν τις κλάψες πως δεν έχουν να φάνε και θα ζητιανεύουν βοήθεια• αυτά τα σιχαίνουμαι• διάλεξε κανένα νησί.

– Όποιο θέλω;

– Όποιο θες.

Ανέβηκα σε μιά καρέκλα, πήρα σβάρνα τα νησιά του Αιγαίου, πράσινα μέσα σε γαλάζιο πέλαγο, περιδιάβαζα το δάχτυλό μου από τη Σαντορίνη στη Μήλο, στη Σίφνο, στη Μύκονο, στην Πάρο, στάθηκα στη Νάξο.

– Στη Νάξο! είπα.

Μου άρεσε το σχήμα της και τ’ όνομά της• που να μπορούσα τη στιγμή εκείνη να μαντέψω τι αποφασιστική επίδραση θα ‘χε σε όλη μου τη ζωή η τυχαία, η μοιραία ετούτη εκλογή!

– Στη Νάξο! είπα πάλι και κοίταξα τον πατέρα μου.

– Καλά, αποκρίθηκε αυτός• πάμε στη Νάξο.