για τον Δημήτρη

Στα Καλά Καθούμενα στη Ραφήνα

Είχα πάει να του παραδώσω κάτι αεραγωγούς που μου παράγγειλε περνώντας από την Αθηνάς. Ήταν περίπου τέτοια εποχή κάπου στα μέσα του 90 και έφτιαχνε το “Μέρα Νύχτα”, το φημισμένο αργότερα μπαράκι της πλατείας της Νέας Σμύρνης που κατέλαβε το κτίριο του πρώην αστυνομικού τμήματος ΚΒ όταν αυτό μετεστεγάστηκε.
Τον ήξερα κι από παλιά, γιατί ήμουν στο δημοτικό με την αδερφή του συμμαθητής, αλλά δεν ήξερα ότι καταπιάνεται με ανακαινίσεις και τέτοια πράματα.

Βρέθηκα στο σημείο που παλαιότερα είχα ξαναβρεθεί για εξακρίβωση στοιχείων, όταν αλητεύαμε με τα μηχανάκια και μας είχαν άχτι οι “Ζητάδες” και μας μπαγλαρώνανε όπου μας έβρισκαν. Το άλλοτε τρομαχτικό ΚΒ με την αστυνομική ατμόσφαιρα που δε θα πρέπει να διέφερε πολύ από εκείνη της δεκαετίας του 70, λες και το γδικιόντουσαν οι καιροί, μετατρεπότανε σε bar και ετοιμαζότανε για να δεχτεί μια νεολαία, που σε κόντρα των αστυνομικών, έφτιαχνε άλλα σχέδια και για αλλού κινούσε.

Το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας δεν υπήρχε, ο τοίχος που τον απομόνωνε είχε πέσει, τα παλιά γραφειοκρατικά έπιπλα, αυτά τα όμοια με όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, ήταν μπάζα απ’ έξω στοιβαγμένα, σαν με απέχθεια πεταμένα, και στον ενιαίο πια χώρο, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ο σκελετός του μπαρ.

Ανάμεσα σε διαταγές και εντολές που έδινε στους μαστόρους, μου έλεγε και διάφορα για το πως έφτιαξε το ένα και το άλλο, τι θα μπει σε αυτό το σημείο και τι σε εκείνη τη γωνία, καθώς με ξεναγούσε στα άδυτα της δουλειάς του… στον χώρο που δημιουργούσε. Δε θυμάμαι τι ακριβώς μου έλεγε, αλλά θυμάμαι καλά πόσο εντύπωση μου είχαν κάνει κάτι λεπτομέρειες που μου φάνηκαν ιδιαίτερα περιττές γιατί δεν είχα ξαναδεί να τα κάνουν αυτά πουθενά αλλού.
Έπεσε το μάτι μου στη ψευδοροφή, που την είχε τρυπήσει και είχε παραχώσει μια σελήνη, σαν τις υδρογείους που συχνά βλέπεις να πουλάνε στα βιβλιοπωλεία αλλά σε σελήνη, μισή να εξέχει και κάτι καλώδια να μισοκρέμονται.
Θα γυρνάει κι όλας αυτή? τον ρώτησα.
Γύρισε και με κοίταξε με κάποια ικανοποίηση που επιτέλους κάποιος ίσως εκτιμούσε κάτι, γιατί παρ’ όλο που τα αγαπούσε τα Βουλγάρια του, (έτσι τους έλεγε τους εργάτες του, και Έλληνες να ήταν και αλλοδαποί) τον κούραζε η αδιαφορία και η τσαπατσουλιά τους.

Άρχισε να μου λέει τι θα την κάνει, ποιος θα είναι ο ρόλος της και για τον μηχανισμό της που ήθελε να έχει κάποιον αυτοματισμό και τον είχε ταλαιπωρήσει γιατί δεν έβρισκε ακριβώς αυτό που έπρεπε και θα ξαναανέβαινε για αυτό την αύριο στην Αθήνα, όπου γυρνάω και του λέω:
καλά ρε Δημήτρη, πιστεύεις ότι από όλους αυτούς που θα έρθουν εδώ με μόνο πράμα καρφωμένο στο μυαλό πως θα βρουν να πηδήξουν, θα νοιαστεί κανένας τι κάνει η σελήνη και πως γυρνάει?
Θανάση, -μου είπε και τον θυμάμαι ακόμα να με κοιτάει-, εγώ δεν απευθύνομαι στους άντρες… στις γυναίκες απευθύνομαι… αν αυτό το μαγαζί αρέσει στις γυναίκες, θα πιάσει.

Κάπου εκεί άρχισε η φιλία μου με τον Δημήτρη Τριβιζά και κατάφερε να διαρκέσει μερικά χρόνια παρά του ότι ήμασταν δύο φύσεις αντίθετες.

Πολύ σύντομα φτάσαμε να βρισκόμαστε σε καθημερινή βάση.
Στην αρχή ξαφνιάστηκα με τον τρόπο που συχνά αντιπαρέθετε σημεία της καθημερινότητας που συναντούσαμε με στοίχους του Ελύτη. Αυτό ήταν κάτι εντελώς καινούριο… δεν ήξερα ότι γίνεται.

Μίλαγε πολύ, ασταμάτητα, λες και την φοβόταν την παύση και εγώ τον παρακολουθούσα· μια φαντασμαγορία σαν να ήμουν σε σινεμά. Ό,τι και να έλεγε φάνταζε σημαντικό. Θαρρείς και ήξερε τα πάντα, μου εφιστούσε την προσοχή σε όσα με περιτριγύριζαν και η ποίηση παρουσιαζόταν μέσα στις εξηγήσεις του άξαφνα, σαν χαστούκι, σα να ήθελε να μου πει “μη χαζεύεις, μάθε να σκέφτεσαι”. Δεν θα ήθελα να τολμήσω ότι ο Δημήτρης δικαιούταν αυτόν τον ρόλο, ούτε ότι εγώ τελικά έμαθα να σκέφτομαι, όμως μαζί του έμαθα σιγά σιγά να καταλαβαίνω τη χρησιμότητα της ποίησης, κάτι που δε θα μπορούσε να φανταστεί ο ανόητος ροκάς που αντιπροσώπευα λίγα χρόνια πιο πριν.

Μου περιέγραφε τα κτίρια, αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, λεπτομέρειες αλλά και τα ιστορικά πολλών νεοκλασικών που τύχαινε να προσπερνάμε… και η ποίηση πάντα εκεί. Την ταίριαζε, σαν απαραίτητο συμπλήρωμα για την αποκωδικοποίηση σχημάτων και αισθήσεων.

Έλα να δεις, μου είπε κάποτε καθώς περπατούσαμε γυρνώντας με πίσω, λίγα βήματα πριν, σε κάποιον μαντρότοιχο που μόλις είχαμε προσπεράσει. Έσκυψε και κοίταξε κοντά παρακινώντας με να δω, δείχνοντάς μου με το δάχτυλο ένα χορταράκι που ευδοκήμαγε στη χαραμάδα ανάμεσα σε δύο πέτρες.
Αυτό είναι η διαρκής επανάσταση φυτών και λουλουδιών… αυτό εννοεί ο Ελύτης.
Και τους άλλους ποιητές τους διάβαζε, αλλά τον Ελύτη, τον ήξερε απ’ έξω. Αυτός μου χάρισε όσα βιβλία του έχω, ό,τι χρειαζόμουν για να μπορώ να τον ακολουθώ.

Πολλές βόλτες πολλές ωραίες στιγμές που αν τις συνέλεγα, όσες μπορώ να θυμηθώ, εύκολα θα στοιχειοθετούσαν μια βιογραφία του σε βιβλίο που θα είχε, έτσι, να δώσει κάτι και σε άλλους.

Όλο αυτό έκανε τον κύκλο του και έφτασε στο σημείο που έπρεπε να κλείσει. Αρχίσαμε να βλεπόμαστε αραιά και που, μέχρι που χαθήκαμε τελείως.

Η τελευταία φορά που τον είδα πρέπει να ήταν τότε που έκλεινε τα 40, πάνε σχεδόν 10 χρόνια και αν δε με είχε πάρει τηλέφωνο πριν λίγους μήνες, έτσι για να δει τι κάνω, θα νόμιζα ότι δεν ήθελε να με ξαναδεί.

Έφυγε πριν λίγες μέρες και το έκανε με τέτοιο τρόπο σα να μην ήθελε να το μάθω, σα να μην ήθελε να το μάθει κανείς. Μου το τηλεφώνησε μια φίλη, μέρες αργότερα, που και αυτή το έμαθε από κάποιαν άλλη, άσχετη, που και εκείνη το άκουσε από κάπου αλλού και ούτε στη κηδεία δε μπόρεσα να παρευρεθώ.

Πρέπει να τελειώσω κάπου εδώ, γιατί αυτά ίσως είναι ήδη αρκετά για internet, όμως αν χρειαζόταν να γράψω κάποιον αποχαιρετισμό θα χρησιμοποιούσα κάτι έτοιμο που αν και μεταχειρισμένο θα τολμούσα, έτσι όπως αυτός μου είχε δείξει, να του το ταιριάξω.

“… Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους, κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν’ αρθρώσει το όνομά του. Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. Δεν ήταν θάνατος αυτός αλλά ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους -μιά συνέχεια στην ποίηση κείνου που χάνονταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ’ ουρανού και τις λευκές πέτρες.”

Από την αναφορά του Οδ. Ελύτη στον Ανδρέα Εμπειρίκο.