Η δολοφονία του Χρήστου Λαδά

«Πώς σκότωσα τον Χρήστο Λαδά»

Με τον Εμφύλιο Πόλεμο να μαίνεται, το κράτος ενέτεινε τους ρυθμούς θανατικής καταδίκης από τα στρατοδικεία μελών και στελεχών του ΚΚΕ και οδήγησε χιλιάδες οπαδούς του στις φυλακές και στα στρατόπεδα. Υπεύθυνος για το κλίμα των μαζικών εκτελέσεων καταδικασμένων μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας θεωρήθηκε ο Χρήστος Λαδάς, υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης συνασπισμού Σοφούλη – Τσαλδάρη. Οι κομμουνιστές (παρ’ όλο που επίσημα ουδέποτε το παραδέχθηκαν) πέρασαν στην αντεπίθεση, στέλνοντας τον Ευστράτιο Μουτσογιάννη, μέλος της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών) να σκοτώσει τον υπουργό. Πρωτομαγιά του 1948, πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ο Μουτσογιάννης, μεταμφιεσμένος ως σμηνίτης, έριξε μια χειροβομβίδα στο πίσω κρύσταλλο της μαύρης κυβερνητικής Μπιούικ που θα μετέφερε τον Λαδά από τον ναό του Αγίου Γεωργίου της πλατείας Καρύτση (ή Καρύκη) στο υπουργείο του. Η ισχυρή έκρηξη τραυμάτισε βαριά τον Λαδά, ο οποίος θα ξεψυχούσε δεκατρείς ώρες αργότερα στον Ερυθρό Σταυρό. Η μικρή κόρη του Λαδά, η Ηλέκτρα, είδε την επίθεση από τον εξώστη του σπιτιού της οικογένειας και, κραυγάζοντας γοερά «Τον μπαμπάκα μου… τον χρυσό μου τον μπαμπά», παραλίγο να πέσει στο κενό, αλλά τη συγκράτησε η υπηρέτρια. Ο σοφέρ, Σταύρος Μενουδάκης και ο ακόλουθος του υπουργού, Σπύρος Αγγέλου, βγήκαν να κυνηγήσουν τον Μουτσογιάννη. Ο δράστης, που δέχτηκε σφαίρες στην πλάτη, πέταξε δεύτερη χειροβομβίδα, η οποία δεν εξερράγη, και μία τρίτη που εξερράγη, σκοτώνοντας τον αστυφύλακα Αθανάσιο Πινακούλια. Στη συνέχεια, ο Μουτσογιάννης μεταφέρθηκε στον Σταθμό Α΄ Βοηθειών και μετά στο Ιπποκράτειο. Εκεί, ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διώξεως Κομμουνισμού, Ιωάννης Κροντήρης, μεταμφιεσμένος ως γιατρός, επιχείρησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ώστε να του αποσπάσει πληροφορίες. Ενώ αρχικά ο Μουτσογιάννης απέφυγε να ομολογήσει το παραμικρό, έπειτα από ένα εικοσιτετράωρο αποφάσισε να συνεργαστεί πλήρως με τις αρχές. Στις 17 Ιουνίου ξεκίνησε η δίκη, η οποία κατέληξε με οκτώ καταδίκες σε θάνατο. Τελικά εκτελέστηκαν έξι, οι Βασ. Ζάννος, Ορ. Μακρίδης, Εμμ. Σαρανταρίδης, Κ. Χατζηκίδης, Κ. Πολατίδης και Χαρ. Ψωμιάδης, ενώ ο ίδιος ο Μουτσογιάννης και ο άμεσος συνεργός του στην επίθεση, Διονύσιος Καμπανίδης, καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, ως ανταπόδοση για τη στάση που κράτησαν κατά την ανάκριση και τη δίκη τους. Ακολούθησαν σκληρά αντίποινα όταν καθήκοντα υπουργού Δικαιοσύνης ανέλαβε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Κωνσταντίνος Ρέντης. Μόνο την τρίτη μέρα του Πάσχα εκτελέστηκαν 154 καταδικασμένοι από Κακουργιοδικεία. Οι εκτελέσεις τελικά μετριάστηκαν έπειτα από διεθνή κατακραυγή. Ο Εμφύλιος έληξε, ο Μουτσογιάννης πέρασε δεκαέξι χρόνια στη φυλακή (όπου ασπάστηκε τη διδασκαλία των Μαρτύρων του Ιεχωβά) και σήμερα, ογδόντα ενός ετών πλέον και παντρεμένος στην Πετρούπολη, μιλάει στην «Κ» για την Πρωτομαγιά του 1948, η οποία σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή.

Χρονικό μιας καθοριστικής πολιτικής δολοφονίας

Οι συνεργοί. Ηταν πρωτομαγιά του ’48. Τρεις μέρες πρωτύτερα, ο «διαφωτιστής» μού ανήγγειλε το γεγονός. Ο «διαφωτιστής» ήταν ένας «Λεωνίδας» με το παρατσούκλι, γιατί δεν τους ξέραμε. Ηταν το κλειστό, αυστηρό σύστημα της παρανόμου οργανώσεως του ΚΚ. Και μετά τρεις μέρες ήρθε η Πρωτομαγιά, και απ’ τη δική μας τριάδα πήγαμε μόνο εγώ κι ο Καμπανίδης. Ο Ψωμιάδης βγήκε γιατί ήτανε εντολή να είναι κάπου αλλού. Ο «Λεωνίδας» μου είπε θα είναι και άλλες τριάδες, από τις ανατολικές συνοικίες, το Παγκράτι και τον Βύρωνα, οι οποίοι θα φυλάγανε και θα ρίχνανε χειροβομβίδες, ώστε να επέλθει τέτοια τρομοκράτηση για να φύγουμε κιόλας. Μόλις πήγαμε εκεί, έπρεπε ούτε δεξιά ούτε αριστερά να κοιτάω, παρά να πίνω τον καφέ μου στο καφενεδάκι που ήτανε στη γωνία απέναντι από τον «Παρνασσό» (σ.σ. φιλολογικός σύλλογος). Τώρα, ήτανε αυτοί εκεί, δεν ήτανε; Δεν ξέρω. Αποδείχθηκε ότι ήτανε ψευδοϋπόσχεση. Με τον Καμπανίδη είχαμε δώσει ραντεβού και ξεκινήσαμε κατά τις οκτώ η ώρα. Μπήκαμε σε λεωφορείο στη λεωφόρο Συγγρού κι από ‘κει κατεβήκαμε στη Σίνα. Ο Καμπανίδης βρισκόταν δίπλα μου, απέναντι απ’ την εκκλησία. Ο ρόλος του ήταν να φυλάει τις πλάτες μου· απ’ την ώρα που θα βλέπανε εμένα επί του πεζοδρομίου και θα μου φώναζε ο αρχιφύλακας του Λαδά, αυτός να τον πυροβολούσε στην πλάτη. Ομως δεν έκανε τίποτα. Εφυγε. Μόλις είδε την κούρσα του υπουργού – γιατί η οικία του υπουργού ήταν ακριβώς δίπλα από την πίσω μεριά του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, του ναού – αυτός τα ‘χασε, τρομοκρατήθηκε, και δεν είχε την τόλμη να καθήσει στη θέση του. Ο Καμπανίδης, ο οποίος ήτανε δίπλα μου δεκαπέντε μέτρα, μ’ εγκατέλειψε· μπήκε μέσα σ’ ένα γαλακτοπωλείο. Κι έδωσα μόνος μου μάχη με τη φρουρά του υπουργού.

Η δολοφονία. Οπως καθόμουνα στο καφενεδάκι και έπινα τον καφέ, δεξιά μου έβλεπα την είσοδο της εκκλησίας, και σε κάποια στιγμή, οκτώμισι η ώρα περίπου με εννιά παρά, εμφανίστηκε η κούρσα. Η κούρσα δεν είχε μέσα τίποτα, αλλά πεζοί ο Λαδάς με την κόρη του και με τη γυναίκα του ήρθανε και μπήκανε μέσα στο ναό. Μετ’ ολίγον βγήκανε, και μόλις είδα ότι είχε μαζί του και το κορίτσι του και τη γυναίκα του, δαγκώθηκα. «Οχι» λέω, «δεν μπορώ να κάνω ένα τέτοιο πράγμα», γιατί άμα θα ξεκίναγε και έμπαινε μέσα και η κόρη του -εννέα ετών, η Ηλέκτρα- δεν θα το ‘κανα το έγκλημα, θα ‘φευγα, ή μπορεί να πέταγα τη χειροβομβίδα έξω από τη λιμουζίνα, καθώς έτρεχε να φύγει. Δεν μπορούσα να φονευθεί και η κορούλα του. Αλλά είδα ότι μπήκε μόνο ο Λαδάς μέσα και η κορούλα του με τη γυναίκα του τον χαιρετήσανε και φύγανε να πάνε τριάντα μέτρα από πίσω να μπούνε στο σπίτι τους. Την ώρα που ξεκίνησε η Μπούικ, πέρασε από μπροστά μου. Εγώ έκανα δήθεν να την προσπεράσω, αλλά δήθεν σταμάτησα για να περάσει και, καθώς με προσπέρασε, επιτέθηκα στο πίσω κρύσταλλο και έπεσε μέσα η χειροβομβίδα, δίπλα απ’ τον Λαδά. Μόλις ο σωματοφύλακας και ο σωφέρ είδανε ότι έγινε επίθεση, καρφώσανε τη λιμουζίνα επί τόπου και πεταχτήκανε έξω με τα όπλα. Ο Λαδάς, όμως, κοίταζε δεξιά, αριστερά να δει τι συμβαίνει στη θέση του. Η έκρηξη και το σταμάτημα της λιμουζίνας έγιναν σχεδόν ταυτοχρόνως γιατί άμα ένας περιμένει να φτάσει συνοδεία, ανοίξει τη χειροβομβίδα και την πετάξει, θα μετρήσει ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε-έξι-επτά-οκτώ-μπουμ!

Η καταδίωξη. Ο Αγγέλου, ο αστυφύλακας με βλέπει ν’ απομακρύνομαι και τότε μου λέει «Σταμάτα! Στοπ! Αλτ!». Φύσαγε αέρας, μου πήρε το καπέλο και το ‘ριξε μπροστά του. Αν θα καθόμουνα να πάρω το καπέλο, θα ήμαστε τετ-α-τετ ένα μέτρο, οπότε αδιαφόρησα κι έτρεξα να μπω μέσα στο στενάκι Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Εκείνη τη στιγμή άρπαξα μια σφαίρα στην πλάτη, δίπλα στη σπονδυλική στήλη. Παρακάτω βγήκε ο Αγγέλου, πετάω δεύτερη χειροβομβίδα, δεν τη βλέπει και συνεχίζει να με πυροβολεί, κι άρπαξα άλλες δυο-τρεις σφαίρες, οπότε έπεσα κάτω. Μαζεύτηκαν κάπου δέκα αστυφύλακες, με σηκώσανε και με πηγαίνανε, και ‘γω βάζω το χέρι μου στο μπουφάν και τραβάω την τρίτη χειροβομβίδα. Και τότε φωνάζουνε μεταξύ τους «χειροβομβίδα κρατάει» κι αμέσως πέσανε κάτω. Ενας εκ των τεσσάρων που με πηγαίνανε, με πυροβόλησε εξ επαφής αριστερά στα πλευρά μου, η σφαίρα βγήκε από το στομάχι μου και εξερράγη η χειροβομβίδα δίπλα μου έναν πήχυ. Η τρίτη χειροβομβίδα φόνευσε τον αστυφύλακα που με πυροβόλησε και τραυμάτισε τρεις. Οταν με πήγανε στο Ιπποκράτειο, μου κάνανε επέμβαση και μου βγάλανε τη σφαίρα. Μεσα στο ταξί ένας αστυφύλακας πήγε να με εκτελέσει. Αυτός πιθανόν να ήταν βαλτός. Εδειξε αγανάκτηση και οργή που με έβλεπε να έχω ανοιχτά τα μάτια μου και τράβηξε το περίστροφό του να με πυροβολήσει, αλλά οι άλλοι του πιάσανε το χέρι και χτύπησε τον ουρανό του αυτοκινήτου η σφαίρα. Μετά, κάνανε τη σκέψη οι αστυφύλακες ότι ήτανε βαλτός από το ΚΚ. Φορούσε, δηλαδή, ρούχα αστυνομικού. Μετά εξαφανίστηκε. Δεν το έβαζε κανένας στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή.

Οι αποκαλύψεις. Με πήγανε στο Πρώτων Βοηθειών, από ‘κει με αρπάξανε πάλι, με πήρανε στο Ιπποκράτειο. Εκεί, με εγχείρησε ο Αλεβιζάτος, και, ως εκ θαύματος, σώθηκα. Στο Ιπποκράτειο με πλησίασε ένας γιατρός. Από την εφημερίδα γράφανε σαχλαμάρες, ότι δήθεν μου είχε αποσπάσει την εμπιστοσύνη και προσπαθούσε να μου εκμαιεύσει λέξεις, αλλά εγώ τον είχα καταλάβει από την ίδια στιγμή όταν ξύπνησα έπειτα από έντεκα ώρες. Οταν άρχισα να μιλάω, έκανα αποκαλύψεις, αλλά ήτανε όλες φανταστικές· ονόματα, ραντεβού, όλα φανταστικά. Ομως όταν απείλησε ο Μανδραπήλιας, ο εισαγγελέας, μαζί με τον Κακίση τον ανακριτή, ότι θα έβαζε στο κατηγορητήριο αθώα μέλη της οικογένειάς μου, συγκλονίστηκα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο και τους είπα «σβήστε τα όλα, είναι ψέματα, θα σας πω την αλήθεια». Τότε, τα στρατοδικεία μπορούσαν να εκτελέσουν ανθρώπους από μια πενταμελή οικογένεια, δύο και τρία μέλη. Και πάλι ήταν τυχεροί οι κομμουνιστές που δεν άνοιξα το στόμα μου να πω πράγματα πολλά. Μπορούσα να κάνω πολλές αποκαλύψεις. Είχα τη δυνατότητα, όμως, να ελιχθώ, επειδή είχα επικαλεστεί το ανώνυμο των ανταρτών. Κανένας δεν γνώριζε στις τριάδες που ανήκα. Είχανε φέρει δύο από άλλες συνοικίες, και δεν ήξερα πώς λέγονται, ποιοι είναι. Περιορίστηκα μονάχα σε τρία στελέχη από πάνω μου. Ο Μακρίδης και ένας άλλος, ο Βασίλης από τα νέα σφαγεία, βρήκε ευκαιρία και τους έβαλε η Ασφάλεια στο κατηγορητήριο γιατί κυνηγούσε εκείνους του ΔΕΚΕ (σ.σ. Διεθνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Ελλάδας) από χρόνια. Εγώ έδωσα τον Ψωμιάδη, τον Χατζηκίδη και τον Καμπανίδη. Με εγκατέλειψαν, κι εγώ τους αποκάλυψα. Ο Ψωμιάδης και ο Χατζηκίδης μου είχανε δώσει όπλα. Ο Καμπανίδης έκανε με τη σειρά του κι αυτός αποκαλύψεις και μπήκε κι ο Πολατίδης με τις καταθέσεις του. Τελικά, η Ασφάλεια εξετέλεσε έξι.

Η ζωή μετά. Από ‘κει κι έπειτα, δικάστηκα, και στις φυλακές της Αιγίνης περίμενα την εκτέλεση, αλλά αυτοί με χρησιμοποιούσαν σε όσους συλλαμβάνανε, να μαρτυρήσουν για να σωθούν «όπως σώθηκε κι ο Μουτσογιάννης». Τότε μπορούσα να κάνω αποκαλύψεις και να είχα και πρόωρη έξοδο από τις φυλακές. Ο Ρακιντζής ήτανε ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αλλά και κομμουνιστοφάγος. Οταν μερικά στελέχη που συνεργάζονταν με την Ασφάλεια, του είπανε: «Δεν βγάζεις το Στράτο έξω; Καλό παιδί είναι, ειλικρινής στη μεταμέλειά του», έδωσε μια γροθιά στο τραπέζι και λέει: «Οσο εγώ θα είμαι πρόεδρος του νόμου 257 περί απολύσεως καταδίκων από τις φυλακές, ουδέποτε θα βγει ο Μουτσογιάννης». Και πέθανε για να βγω. Αλλιώς, δεν θα ‘βγαινα. Αφού οι φυλακές, πριν να βγω εγώ, έξι χρόνια ήταν ανοιχτές. Είχαν βγει δεκαπέντε χιλιάδες. Κι όταν είδα ότι ήρθε το ’64 και ξανακάνω αίτηση αποφυλακίσεως και ήρθε απορριπτέα, κάνω αναφορά στον υπουργό Δικαιοσύνης και του λέω: «Εάν δεν απολυθώ μέσα σε δέκα μέρες, θα φωνάξω τον δικηγόρο μου και θα δημιουργήσω θέμα απολύσεως καταδίκων» γιατί είχαν απολυθεί με πέντε φόνους, με δέκα φόνους άνθρωποι της Αριστεράς. Εγώ έμενα μέσα γιατί ήταν υπουργός το θύμα. Μετά το υπόμνημα στον υπουργό, ήρθε η αποφυλάκισή μου σε επτά μέρες. Ομως, στη συνέχεια, τέσσερις φορές με απέλυσαν λόγω της ιδιότητός μου ως δολοφόνου του υπουργού. Τελικά, σε ηλικία πενήντα ετών, με πήρε ο Λαμπρόπουλος. Εζησα έντεκα χρόνια στα καταστήματα «Αδερφοί Λαμπρόπουλοι» -ήμουν θυρωρός στον Κολυνό- τι ωραία πράγματα. Ηταν η μόνη ανάπαυση της ζωής μου, γιατί από μικρό παιδάκι ζούσα στο άγχος. Να ‘μαστε καλά.

Πριν από την Πρωτομαγιά. Ηρθε το ’48 και ο Δημοκρατικός Στρατός έστειλε εντολή στον Πλουμπίδη, ο οποίος είχε το κλιμάκιο της Αθήνας, να εκτελεστεί ο Λαδάς το γρηγορότερο. Με την υπογραφή του, είχε εκτελέσει ο παλιάνθρωπος εννιακόσιους και είχε κάνει δηλώσεις επίσημες σε έναν από το υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής, ότι θα εκτελούσε άλλους δυόμισι χιλιάδες κομμουνιστές. Και πρόλαβε ο Μάρκος (σ.σ. Βαφειάδης) κι έστειλε εντολή στον Πλουμπίδη και στον Αναστασιάδη. Στη σύσκεψη που κάνανε τα μέλη του κόμματος για να οργανώσουν την εκτέλεση μετείχε κι ένας Καλλιθεάτης που με γνώριζε, ο Ψωμιάδης, ο οποίος με θυμήθηκε ως καταλληλότερο για να φονεύσω τον υπουργό. Τις χειροβομβίδες τις είχα στο σπίτι μου, απ’ το κόμμα. Μου είχανε εμπιστευθεί και το βιβλιάριο προγραφών, δηλαδή όσοι επρόκειτο να εκτελεστούν από την ΟΠΛΑ. Ομως εδώ συνέβη και κάτι άλλο. Εγώ είχα ένα 38άρι Σμιθ. Αυτό, δυο μέρες πριν πάμε να χτυπήσουμε τον Λαδά, μου το πήρανε, με την υπόσχεση ότι σε δύο μέρες ακριβώς θα μου το ξαναδίνανε. Δήθεν ότι θα πηγαίνανε κάπου να χτυπήσουν ένα νταμάρι για να πάρουν από ‘κει δυναμίτες, με τη βία. Και δυστυχώς δεν μου το δώσανε. Αυτό είναι επιλήψιμο γιατί εγώ πήγα δίχως περίστροφο, στηριζόμενος σε εκείνους οι οποίοι θα με προστατεύανε. Πήγα μόνο με χειροβομβίδες. Εάν είχα το περίστροφό μου, θα σωζόμουνα. Ισως επειδή είχα γίνει γνώστης σοβαρού μυστικού του ΚΚ, να με εξοντώνανε μετά. Αυτοί θεωρούσαν ότι η δολοφονία ήταν πολιτική, ενός αντιπάλου ηγέτη, που, κατά τα θέσμια, δεν είναι ορθό. Ολα αυτά ήτανε αυστηρά να μη διαδοθούν, να μην ακουστούν.

Τα αντίποινα. Ο Ρέντης, εξοργισμένος όπως ήταν, έδωσε εντολές να εκτελεσθούν κάπου εκατόν πενήντα, για τους οποίους εγώ δεν φταίω. Φταίει η δεξιά παράταξη και το κόμμα, που αυτοί γνώριζαν οπωσδήποτε ότι θα γινόντουσαν τέτοια φοβερά αντίποινα. Εγώ δεν μπορούσα να συλλάβω την έκταση των αντιποίνων. Αλλά οι ομαδικές εκτελέσεις έδωσαν αφορμή στους δημοκράτες, στις δημοκρατικές εφημερίδες της Ευρώπης να ξεσηκώσουν συλλαλητήρια και να σταματήσουν οι εκτελέσεις στην Ελλάδα. Δεν σταμάτησαν, αλλά μετριάστηκαν. Ενώ στέλνανε κάθε μήνα πενήντα εκτελέσεις, στέλνανε μετά επτά-οκτώ μόνο. Κι αυτό γινόταν όλο το ’48. Το ’49 τερματίστηκε ο ανταρτοπόλεμος, και είχανε μείνει δύο χιλιάδες διακόσιοι περίπου θανατοποινίτες, οι οποίοι εσώθησαν ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό. Η Σοβιετική Ενωση έστειλε τελεσίγραφο «αξιώ να σταματήσουν οι εκτελέσεις στην Ελλάδα αγωνιστών του λαού». Είχαν εκτεθεί πολύ.

Οι ευθύνες. Για τους ανθρώπους της άκρας δεξιάς, είμαι βέβαια δολοφόνος. Για τους κεντρώους και τους αριστερούς, είμαι ο εκτελεστής της εντολής από τον Μάρκο να φονευθεί ο υπουργός της Δικαιοσύνης. Ο Μάρκος διεβίβασε στην Αθήνα, στο κλιμάκιο του Πλουμπίδη την εντολή. Οι κομμουνιστές, η ηγεσία η σημερινή, κι εκείνη του Φλωράκη, αρνούνται ότι ήταν η εκτέλεση εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το αρνούνται γιατί, επειδή πήρανε τη βουλευτική ιδιότητα, σου λέει «να μην έχουμε τέτοιο στίγμα», ότι εκτέλεσαν αντίπαλο πολιτικό ηγέτη. Τα φορτώσανε όλα στον Πλουμπίδη και αναιρέσανε την ευθύνη ότι οφείλετο στους ίδιους η δολοφονία του Λαδά. Αλλοι, όμως, το λένε καθαρά, ότι ήταν επαναστατική πράξη πρώτου μεγέθους η εκτέλεση του υπουργού της Δικαιοσύνης. Ο Λαδάς δεν δολοφονήθηκε, εκτελέστηκε. Εγώ δεν ήμουν ο δολοφόνος. Ημουν εκτελεστής εντολής του Δημοκρατικού Στρατού του βουνού, αντάρτης πόλεως. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν για μένα τον όρο «δολοφόνο» ή «δολοφονία». Τώρα δεν νιώθω τίποτα. Ούτε ότι έκανα ανδραγάθημα, κατά τους κομμουνιστές, ούτε τίποτα. Μακάρι να μην ήμουνα εγώ, αλλά αυτά είναι εκ των υστέρων σκέψεις που ανένηψα για να γίνω άνθρωπος φιλελευθέρων αρχών, και να ζήσω σύμφωνα με τον χριστιανικό λόγο. Δεν θεωρώ ότι μετάνιωσα. Αφού ήμουν απατημένος, παιδάκι. Σαν Χριστιανός, ναι. Σαν Χριστιανός δεν θα το ‘θελα ουδέποτε. Δηλαδή, δεν είναι μόνο ο φόνος του υπουργού, είναι κι άλλοι φόνοι, αλλά σε πιστολίδι, όχι σε εκτέλεση. Τριάντα οκτώ χρονών βγήκα από τις φυλακές. Μπήκα είκοσι δύο και βγήκα τριάντα οκτώ. Και όταν ακολούθησα το ΕΑΜ ήμουν δεκαεπτά, δεν ήμουν είκοσι δύο, όπως όταν σκότωσα τον υπουργό. Ενας δεκαεπταετής είχε πηγαία αισθήματα. Είχε πιστέψει ακραδάντως ότι ακολουθούσε έναν αγώνα φυσιολογικότατο για την εποχή.

Ευστράτιος Μουτσογιάννης

Ο Μουτσογιάννης, παιδί φτωχής οικογένειας, με άλλα τέσσερα αδέλφια, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943 και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπηρέτησε στον ΕΛΑΣ της Αθήνας. Το Σεπτέμβριο του 1944 μετατάχθηκε στην ΟΠΛΑ, ως μέλος της οποίας πολέμησε στα Δεκεμβριανά. Μετά τη Βάρκιζα έγινε δόκιμο μέλος του ΚΚΕ. Τον Ιούνιο του 1947 εκτοπίστηκε στην Ικαρία, απ’ όπου επανήλθε τον Οκτώβριο με τα «μέτρα ειρηνεύσεως». Τον Ιανουάριο του 1948 επανασυνδέθηκε με ένα κλιμάκιο της «στενής αυτοάμυνας», δηλαδή του ένοπλου μηχανισμού του ΔΣΕ στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Χρήστος Λαδάς (1891-1948)

Νομικός και πολιτικός, γεννημένος στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, υπερασπιζόμενος μάλιστα και τα διωκόμενα στελέχη του ΚΚΕ τον Αύγουστο του 1925 και το Φεβρουάριο του 1926, που κατηγορούνταν τότε για έσχατη προδοσία εξαιτίας της θέσης του κόμματος για αυτονόμηση της Μακεδονίας. Εντάχθηκε στο κόμμα των Φιλελευθέρων, με το οποίο εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής από το 1926 μέχρι το 1936. Διετέλεσε υφυπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Βενιζέλου (1930-1932) και εξελέγη και πάλι βουλευτής στις πρώτες εκλογές μετά την απελευθέρωση το 1946, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη το 1947. Από την κρίσιμη αυτή θέση ο Λαδάς πρωταγωνίστησε στη θέσπιση μέτρων που απέβλεπαν στην ισχυροποίηση του κρατικού μηχανισμού κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, όπως τη μαζική στέρηση ιθαγένειας, τις συλλήψεις και εκτελέσεις των υποστηρικτών του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Χρήστος Λαδάς δολοφονήθηκε με χειροβομβίδα το Μ. Σάββατο, Πρωτομαγιά του 1948, από το μέλος της ΟΠΛΑ και του ΚΚΕ Ευστράτιο Μουτσογιάννη, έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία Καρύτση στην Αθήνα. Ο Μουτσογιάννης καταδικάστηκε σε ισόβια και αποφυλακίστηκε το 1964.

ΠΗΓΕΣ: Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE BRITANNICA, ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΤΟΜΗ

source